- αλκοτέστ
- (alcotest, νεολογισμός από σύνθεση των λέξεων alcohol + test). Διαδικασία ελέγχου της ποσότητας αλκοόλ (οινοπνεύματος) που υπάρχει στο αίμα, σε μια δεδομένη στιγμή. Γίνεται με ειδική συσκευή ανίχνευσης και εφαρμόζεται κυρίως σε οδηγούς τροχοφόρων οχημάτων. Σε περίπτωση υπέρβασης των επιτρεπτών ορίων κατανάλωσης, οι παραβάτες τιμωρούνται ανάλογα και σύμφωνα με τις ισχύοντες διατάξεις από τον ΚΟΚ Τα τελευταία χρόνια, τα όρια επιτρεπόμενης ποσότητας αλκοόλ έχουν μειωθεί σημαντικά λόγω της αύξησης των τροχαίων δυστυχημάτων από μεθυσμένους οδηγούς και διαμορφώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2002 σε 0,25 γραμ. ανά λίτρο αίματος.
Συσκευή μέτρησης (σε γραμμάρια) της καθαρής αλκοόλης, που περιέχει κάθε λίτρο αίματος, για τη διενέργεια των αλκοτέστ. Το όριο επιτρεπομένης ποσότητος αλκοόλης καθορίζεται από τις αρχές κάθε κράτους. Η συσκευή αυτή αποτελείται από τρία στοιχεία: 1. Φιάλη μέσα στην οποία φυσά ο εξεταζόμενος. 2. Σωλήνας που περιέχει ειδικά αντιδραστήρια. 3. Σάκος μέσα στον οποίο συλλέγεται ο εκπνεόμενος αέρας.
Συσκευή μέτρησης (σε γραμμάρια) της καθαρής αλκοόλης, που περιέχει κάθε λίτρο αίματος, για τη διενέργεια των αλκοτέστ. Το όριο επιτρεπομένης ποσότητος αλκοόλης καθορίζεται από τις αρχές κάθε κράτους. Η συσκευή αυτή αποτελείται από τρία στοιχεία: 1. Φιάλη μέσα στην οποία φυσά ο εξεταζόμενος. 2. Σωλήνας που περιέχει ειδικά αντιδραστήρια. 3. Σάκος μέσα στον οποίο συλλέγεται ο εκπνεόμενος αέρας.
* * *το τεχνολ.μέθοδος που χρησιμοποιείται από την αστυνομία για να ελεγχθεί κατά πόσο κάποιο άτομο (κυρίως οδηγός αυτοκινήτου) έχει καταναλώσει αλκοολούχα ποτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικός όρος, πρβλ. γαλλ. alco(o)test < alcool (πρβλ. αλκοόλη) + test «τεστ, εξέταση»].
Dictionary of Greek. 2013.